ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

TRANSLATE

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2020

ΨΥΧΗ ΑΛΗΤΙΣΣΑ...ΕΚΕΙ ΠΟΥ Ο ΟΙΣΤΡΟΣ ΡΙΧΝΕΙ ΟΛΑ ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ...


Κι αρχίζει το πανηγύρι της ζωής μου, εκεί που ο οίστρος ρίχνει όλα τα σύνορα, και τίποτα και κανένας δεν έχει κτήτορα.Και πάνω στα σύνορα τα γκρεμισμένα τού οίστρου, βλέπω πάντα την ίδια εικόνα. Μιά κάμπια που μού κλείνει το μάτι, μού γνέφει "ΖΉΣΕ", φεύγει και επιστρέφει με εκθαμβωτικά φτερά.


Ψυχή αλήτισσα....

Τίς νύχτες γυρίζω μονάχη και τα μαλλιά μου, με αλαφιασμένες γλώσσες σαν φίδια, ψάχνουν να χαθούν στα λαίμαργα στόματα τού αέρα.

 Κι έχει μιά ηδονή τότε ο άνεμος, σαν τον καπνό τού τσιγάρου που φυσάει στο στόμα σου ο παθιασμένος εραστής. 
Και τρέχω,να προλάβω. Τί? Δεν ξέρω, μόνο να προφτάσω!

Κι αρχίζει το πανηγύρι της ζωής μου, εκεί που ο οίστρος ρίχνει όλα τα σύνορα, και τίποτα και κανένας δεν έχει κτήτορα.
Και πάνω στα σύνορα τα γκρεμισμένα τού οίστρου, βλέπω πάντα την ίδια εικόνα. Μιά κάμπια που μού κλείνει το μάτι, μού γνέφει "ΖΉΣΕ", φεύγει και επιστρέφει με εκθαμβωτικά φτερά.
Κι όλη τη νύχτα γδέρνομαι για να βγάλω φτερά. Και μ' αρέσει, και θαρρώ πως βγάζω.

Τίς νύχτες δεν κοιμάμαι..Δένω τα γόνατα μου, κι ύστερα αρχίζω και κλωτσάω, τη μιά αγκαθωτή πλευρά απ' τα τετράγωνα που έφτιαξαν οι " καθώς πρέπει, λογικοί" για να μαντρώσουν τις σκέψεις μου. 
Και γίνονται τα τετράγωνα, τρίγωνα. Και νικάω!!!

Τίς νύχτες μιλάω, και μόνο τότε νοιώθω ότι είμαι ζωντανή. Και οι λέξεις μου γυρνάνε πίσω σαν γαρδένιες στα μπουζούκια. 
Τη μιά με τα πέταλα, και μοσχομυρίζει παντού,
την άλλη με το κοτσάνι και πονάω, αλλά μ' αρέσει

Τίς νύχτες τραγουδάω παράφωνα , αλλά ελεύθερα.
Πηγαινοέρχεται η φωνή μου στο πεντάγραμμο σαν κακοφτιαγμένη, γερασμένη πουτάνα, που αφιονίζεται να βρει πελάτη.
Γελάνε τα φύλλα, γιουχάρουν οι κάδοι, γλιστράνε τα πεζοδρόμια.
Όμως εγώ τραγουδάω. 
Και πότε είμαι σαν στρατηγός πολέμου που μού ξηλώνουν τα παράσημα
Και πότε σαν την Κική που γυρίζει μαστουρωμένη τις νύχτες και ουρλιάζει
Και πότε σαν ένα ματωμένο κοτσύφι.
Όμως ό,τι και να συμβαίνει, σπρώχνω με δύναμη προς τα κάτω όλα τα σύννεφα, τα κάνω στρώμα, ξαπλώνω και ξεκαρδίζομαι στα γέλια.

Τίς νύχτες τρέχω, στροβιλίζομαι, δεν έχω φρένα
Όχι με στρωμένα μαλλιά, σαν νεκρά φύκια στην προκυμαία τής ζωής μου. Ναι, ασφαλώς έχω κι εγώ προκυμαία. Προκυμαία και προοπτική να ταυτιστώ τελείως με το σπέρμα τού πατέρα μου, γιατί ακόμα τον προδίδω, αφού έχω ψήγματα τού " πρέπει".
Ευτυχώς με γκρεμισμένα τετράγωνα - κελιά, και με σκέψεις - δραπέτες.

Τίς νύχτες
στο μυαλό μου τόσοι φάροι αναμμένοι, στα μάτια μου τόσοι επίδοξοι ληστές τής αιωνιότητας, στα χείλη μου τόσα βιολιά, και οι φλέβες μου υπάκουα δοξάρια.
Όμως με μιά καρδιά εύκρατη που είναι αναγκασμένη να ζεί σε τροπικό κλίμα, κι απ' τη ζέστη και την υγρασία χάλασαν οι οπλές της.
Κι αυτή ζουρλαίνεται να χορέψει.
Και ψάχνει έναν καλό τεχνίτη για τίς οπλές της, για να τη βαστούν τα πόδια της.

Γιατί όλα γίνονται.
Γιατί πόδια αχόρευτα, γίνονται.
Ομως καρδιά αχόρευτη είναι τραπέζι που το στρώνεις κάθε μέρα, μιά ολόκληρη ζωή με όλα τα καλά, και δεν έρχεται να τον φιλέψεις κανένας.
Αυτό θαρρώ πως είναι ο θάνατος, η αχόρευτη ψυχή.
Ο άλλος είναι μοναχά ένα φευγιό. Ένα φευγιό τόσο ελαφρύ για τον ταξιδιώτη, αφού δεν παίρνει μαζί του καμιά αποσκευή, και τόσο αβάσταχτα βαρύ για όσους μένουν πίσω.
Έτσι είναι... Τί μεγάλη ειρωνεία, να πασχίζεις να αφαιρεις απ' τούς ανθρώπους, να διαιρείς, να προσθέτεις σύμφωνα με τις ελλείψεις σου, και μόνο όταν φεύγουν να πολλαπλασιάζεις τίς αποσκευές τους, και φυσικά τον πόνο σου...


μαρια σαρρη 
Παρουσίαση: Viva.La.Revolucion

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2020

Ένας Γέροντας Μέρμηγκας Αφηγείται την Ζωή του...


Την γειτονιά των μερμηγκιών , ίσως να μην την γνωρίζετε , ίσως πάλι να σας είναι αδιάφορη.
Δεν σας το κρύβω ότι όταν πληροφορήθηκα ότι υπάρχει πήγα και την επισκέφθηκα. Βρισκότανε σε μια ήρεμη περιοχή που το περιβάλλον της μου θύμισε νοσοκομείο και μάλιστα θάλαμο ασθενών την στιγμή που πλησιάζει το τέλος και επικρατεί μια ιδιαίτερη ηρεμία και γαλήνη. 
Η γειτονιά των μερμηγκιών δεν διαθέτει πολίτες αλλά μόνο υπηκόους οι οποίοι εργάζονται νύκτα μέρα χωρίς διακοπή για την συσσώρευση κεφαλαίου και για να έχουν ασφάλεια. 
Επίσης δεν υπάρχει το δικαίωμα της αντίρρησης και οι υπήκοοι δεν δικαιούνται να έχουν άλλη άποψη για τίποτα και όλοι ακολουθούν το ίδιο πρόγραμμα . 
Γενιές και γενιές ακολουθούν το ίδιο πρόγραμμα χωρίς ποτέ να σκεφτούν κάτι διαφορετικό , να διατυπώσουν κάτι το διαφορετικό , να αρνηθούν , να φύγουν , να αλλάξουν τρόπο ζωής . 
Χρόνια τώρα πιστά στρατιωτάκια υπάκουα από την ανατολή του ηλίου μέχρι την δύση του φορτώνονται και κουβαλούν χωρίς σταματημό και συσσωρεύουν για να υπάρχει ασφάλεια . 
Όταν γίνει πόλεμος με σκοπό να τους πάρουν αυτά που συγκεντρώσανε τότε πάνε στον πόλεμο να πολεμήσουν και να πεθάνουν υπερασπιζόμενοι την ασφάλεια και την ακεραιότητα του κεφαλαίου . 
Χάνεται η ζωή τους μέσα από την ομοιομορφία , την επανάληψη και τον πόλεμο και φεύγει για πάντα . 
Καθώς σεργιανούσα στην γειτονιά των μερμηγκιών συνάντησα ένα πολύ τυχερό γέρο μέρμηγκα και τον ρώτησα να μου μιλήσει για την γειτονιά των μερμηγκιών . 
Ο γέρος μέρμηγκας με κοίταξε στα μάτια και κούνησε το κεφάλι του και άρχισε να μου μιλά
Είμαι από τους λίγους και πολύ τυχερούς που κατάφερα να γεράσω και δεν δουλεύω πιά γιατί έχω χάσει δυο από τα πόδια μου και είμαι άχρηστος πλέον . 
Έφυγε η ζωή μου στο να κουβαλώ , να φορτώνομαι και να κοιμάμαι για να είμαι έτοιμος για την επόμενη μέρα . 
Μια ζωή σπίτι ,δουλειά , σπίτι , ύπνος και πάλι από την αρχή και τα χρόνια περάσανε σαν νερό μέσα από τα χέρια μου . 
Θυμάμαι πριν πολλά χρόνια , ήμουν πολύ νέος τότε που επισκέφθηκε την γειτονιά μας ένας μέρμηγκας ποιητής , μας μίλαγε για την ζωή που μας φεύγει μέσα από τα χέρια μας , μας μίλαγε για διάφορα θέματα της γειτονιάς μας , μας διάβαζε ποιήματα , μας περιέγραφε την ζωή που υπάρχει έξω από την δική μας γειτονιά , για την απομόνωση , για την αλλοτρίωση , μας φώναζε γιατί δεν έχουμε όνειρα , που δεν παλεύουμε για την αλήθεια , δεν ερωτευόμαστε , δεν αγαπάμε, δεν ζούμε . 
Ταραχθήκαμε όλοι και αρχίσαμε να φωνάζουμε , να διαμαρτυρόμαστε , και να κραυγάζουμε « τι είναι αυτά που μας λες ,ανατρέπουν την ήσυχη κοινωνία μας , απειλούν τα παιδιά μας , εισαγάγουν κενά δαιμόνια , καταστρέφουν την ζωή μας» . Ταραχθήκαμε τόσο πολύ που ορμήσαμε επάνω του και τον δαγκώναμε συνέχεια μέχρι που πέθανε . 
Έτσι ήσυχοι , ήρεμοι επιστρέψαμε στην δουλειά μας με ήσυχη την συνείδηση μας ότι κάναμε το καθήκον μας καθαρίσαμε την γειτονιά μας από τα παράσιτα . 
Περάσανε τα χρόνια και μεγάλωσα και κατάλαβα πόσο δίκαιο είχε εκείνος ο μέρμηγκας ποιητής βλέποντας όλα αυτά που μας έλεγε τότε να συμβαίνουν μετα , αλλά να σου πω τίποτα δεν θα αλλάξει και δεν θα αλλάξει γιατί δεν το θέλουν έχουν βολευτεί στην σιγουριά της δυστυχίας τους . 
Για να αλλάξει κάτι πρέπει να το θέλουνε και αυτοί δεν το θέλουν ικανοποιούνται με το επιφανειακό , το ψεύτικο , την εικόνα χωρίς περιεχόμενο , ζουν με την ψευδαίσθηση , την αυταπάτη , το εύπεπτο , τον φόβο και συναινούν στην επικράτηση της δικτατορίας της ασημαντότητας για να νιώθουν ότι το τίποτα τους το έχουν όλοι το ίδιο και είναι όλοι ομοιόμορφοι το ίδιο , ένα τίποτα . 
Ευχαρίστησα τον σοφό γέροντα μέρμηγκα και πήρα τον δρόμο της επιστροφής αφήνοντας την γειτονιά των μερμηγκιών μέσα στον φόβο , την ανασφάλεια , την επιβίωση , και την συνεχή δουλειά . 
Η γειτονιά των μερμηγκιών είναι μια γειτονιά που τώρα ίσως την αναγνωρίζετε , είναι μια γειτονιά σαν όλες τις άλλες γειτονιές της πόλης σας , της πόλης μας

Dionisios Xenos

YOUTUBE.COM
This is the ninth song from Secret Gardens album Songs From a Secret Garden, from 1995. "Adagio was written in Spain while working on a project in 1988. This...



Παρουσίαση: Viva.La.Revolucion



Την γειτονιά των μερμηγκιών , ίσως να μην την γνωρίζετε , ίσως πάλι να σας είναι αδιάφορη .Δεν σας το κρύβω ότι όταν πληροφορήθηκα ότι υπάρχει πήγα και την επισκέφθηκα . Βρισκότανε σε μια ήρεμη περιοχή που το περιβάλλον της μου θύμισε νοσοκομείο και μάλιστα θάλαμο ασθενών την στιγμή που πλησιάζει το τέλος και επικρατεί μια ιδιαίτερη ηρεμία και γαλήνη . Η γειτονιά των μερμηγκιών δεν διαθέτει πολίτες αλλά μόνο υπηκόους οι οποίοι εργάζονται νύκτα μέρα χωρίς διακοπή για την συσσώρευση κεφαλαίου και για να έχουν ασφάλεια . Επίσης δεν υπάρχει το δικαίωμα της αντίρρησης και οι υπήκοοι δεν δικαιούνται να έχουν άλλη άποψη για τίποτα και όλοι ακολουθούν το ίδιο πρόγραμμα . Γενιές και γενιές ακολουθούν το ίδιο πρόγραμμα χωρίς ποτέ να σκεφτούν κάτι διαφορετικό , να διατυπώσουν κάτι το διαφορετικό , να αρνηθούν , να φύγουν , να αλλάξουν τρόπο ζωής . Χρόνια τώρα πιστά στρατιωτάκια υπάκουα από την ανατολή του ηλίου μέχρι την δύση του φορτώνονται και κουβαλούν χωρίς σταματημό και συσσωρεύουν για να υπάρχει ασφάλεια . Όταν γίνει πόλεμος με σκοπό να τους πάρουν αυτά που συγκεντρώσανε τότε πάνε στον πόλεμο να πολεμήσουν και να πεθάνουν υπερασπιζόμενοι την ασφάλεια και την ακεραιότητα του κεφαλαίου . Χάνεται η ζωή τους μέσα από την ομοιομορφία , την επανάληψη και τον πόλεμο και φεύγει για πάντα . Καθώς σεργιανούσα στην γειτονιά των μερμηγκιών συνάντησα ένα πολύ τυχερό γέρο μέρμηγκα και τον ρώτησα να μου μιλήσει για την γειτονιά των μερμηγκιών . Ο γέρος μέρμηγκας με κοίταξε στα μάτια και κούνησε το κεφάλι του και άρχισε να μου μιλά . Είμαι από τους λίγους και πολύ τυχερούς που κατάφερα να γεράσω και δεν δουλεύω πιά γιατί έχω χάσει δυο από τα πόδια μου και είμαι άχρηστος πλέον . Έφυγε η ζωή μου στο να κουβαλώ , να φορτώνομαι και να κοιμάμαι για να είμαι έτοιμος για την επόμενη μέρα . Μια ζωή σπίτι ,δουλειά , σπίτι , ύπνος και πάλι από την αρχή και τα χρόνια περάσανε σαν νερό μέσα από τα χέρια μου . Θυμάμαι πριν πολλά χρόνια , ήμουν πολύ νέος τότε που επισκέφθηκε την γειτονιά μας ένας μέρμηγκας ποιητής , μας μίλαγε για την ζωή που μας φεύγει μέσα από τα χέρια μας , μας μίλαγε για διάφορα θέματα της γειτονιάς μας , μας διάβαζε ποιήματα , μας περιέγραφε την ζωή που υπάρχει έξω από την δική μας γειτονιά , για την απομόνωση , για την αλλοτρίωση , μας φώναζε γιατί δεν έχουμε όνειρα , που δεν παλεύουμε για την αλήθεια , δεν ερωτευόμαστε , δεν αγαπάμε, δεν ζούμε . Ταραχθήκαμε όλοι και αρχίσαμε να φωνάζουμε , να διαμαρτυρόμαστε , και να κραυγάζουμε « τι είναι αυτά που μας λες ,ανατρέπουν την ήσυχη κοινωνία μας , απειλούν τα παιδιά μας , εισαγάγουν κενά δαιμόνια , καταστρέφουν την ζωή μας» . Ταραχθήκαμε τόσο πολύ που ορμήσαμε επάνω του και τον δαγκώναμε συνέχεια μέχρι που πέθανε . Έτσι ήσυχοι , ήρεμοι επιστρέψαμε στην δουλειά μας με ήσυχη την συνείδηση μας ότι κάναμε το καθήκον μας καθαρίσαμε την γειτονιά μας από τα παράσιτα . Περάσανε τα χρόνια και μεγάλωσα και κατάλαβα πόσο δίκαιο είχε εκείνος ο μέρμηγκας ποιητής βλέποντας όλα αυτά που μας έλεγε τότε να συμβαίνουν μετα , αλλά να σου πω τίποτα δεν θα αλλάξει και δεν θα αλλάξει γιατί δεν το θέλουν έχουν βολευτεί στην σιγουριά της δυστυχίας τους . Για να αλλάξει κάτι πρέπει να το θέλουνε και αυτοί δεν το θέλουν ικανοποιούνται με το επιφανειακό , το ψεύτικο , την εικόνα χωρίς περιεχόμενο , ζουν με την ψευδαίσθηση , την αυταπάτη , το εύπεπτο , τον φόβο και συναινούν στην επικράτηση της δικτατορίας της ασημαντότητας για να νιώθουν ότι το τίποτα τους το έχουν όλοι το ίδιο και είναι όλοι ομοιόμορφοι το ίδιο , ένα τίποτα . Ευχαρίστησα τον σοφό γέροντα μέρμηγκα και πήρα τον δρόμο της επιστροφής αφήνοντας την γειτονιά των μερμηγκιών μέσα στον φόβο , την ανασφάλεια , την επιβίωση , και την συνεχή δουλειά . Η γειτονιά των μερμηγκιών είναι μια γειτονιά που τώρα ίσως την αναγνωρίζετε , είναι μια γειτονιά σαν όλες τις άλλες γειτονιές της πόλης σας , της πόλης μας



This is the ninth song from Secret Gardens album Songs From a Secret Garden, from 1995. "Adagio was written in Spain while working on a project in 1988. This...

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2018

ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΑ --"ΥΛΟΤΟΜΩΝΤΑΣ" !!


Μίνα Ταβουλάρη  - Παρουσίαση της ποιητικής συλλογής της κυρίας Γιώτας Τριανταφυλλοπούλου-Κόμη, «Με την Μέθοδο του Υλοτόμου»! 
( Απόσπασμα ) 
Η ποιητική συλλογή της κυρίας Γιώτας ΤριανταφυλλοπούλουΚόμη, «Με τη Μέθοδο του Υλοτόμου», χωρίζεται σε τρεις ενότητες με τίτλο αντίστοιχα η καθεμία, «Φρυκτωρίες», «Οι λιγοστοί μου φίλοι» και «Ποιητικά». Των ενοτήτων αυτών προηγείται ένα ποίημα με τίτλο «Οπτασία», το οποίο είναι αφιερωμένο στην κόρη της Άννα, όπως άλλωστε και ολόκληρη η ποιητική συλλογή!!
Πρωτού ξεκινήσουμε την προσπάθεια αποκρυπτογράφησης της ποίησης της κυρίας Γιώτας Τριανταφυλλοπούλου-Κόμη, επιτρέψτε μου να αναφερθώ σύντομα, στα εκφραστικά μέσα τα οποία χρησιμοποιεί. Οι εικόνες, οι μουσικότητα του στιχουργικού μέτρου, η παραστατικότητα είναι κάποια από αυτά! Η ποιήτρια κατορθώνει χωρίς βαρύγδουπες εκφράσεις κενές νοήματος, χωρίς να επικαλείται επιφανειακά το συναίσθημα του αναγνώστη , να κινητοποιεί και τις πέντε αισθήσεις του και να εγείρει ειλικρινώς τον συναισθηματικό του κόσμου, όπως θα δούμε κατά την πορεία της παρουσίασης! 
Η ποιητική συλλογή της κυρίας Γιώτας ΤριανταφυλλοπούλουΚόμη, «Με τη μέθοδο του Υλοτόμου», αποτελεί μια θαρραλέα έκθεση , μια τολμηρή κατάθεση της ίδιας της της ψυχής!! Μιας ιδιαιτέρως ευαίσθητης ψυχής με έντονους και βαθείς προβληματισμούς πάνω σε όλα εκείνα τα θέματα που άπτονται της ανθρώπινης υπόστασης.

Τα μείζονα κοινωνικά ζητήματα της εποχής, όπως η προσφυγιά, την απασχολούν έντονα! Αναφέρω ενδεικτικά τους παρακάτω στίχους από το συγκλονιστικό ποίημά της
«Επιπολασμός στην κόπωση συμπόνοιας» :

«Στο φως σου, ήλιε μου,
η Εκάβη θρηνεί παιδιά
θαλασσοπνιγμένα
κι εκείνα που τρώνε μέλανα ζωμό
κάτω από το δρολάπι.»
Απόλυτα ταιριαστό το παράδειγμα της Εκάβης στη σύγχρονη πραγματικότητα!

Στο ποίημα «Αναγέννηση», η κυρία Γιώτα ΤριανταφυλλοπούλουΚόμη, προτρέπει να αλλάξουμε πορεία,να βγούμε από την αδράνεια στην οποία έχουμε περιπέσει ως οντότητες και να δημιουργήσουμε στο μέλλον, καλύτερες κοινωνίες:

«Ας τραβήξουμε χειρόφρενο,
ν’ αλλάξουμε, πορεία,
λέξεις-κρίκους να σπείρουμε
που αρρώστησαν σ’ ασύδοτα στόματα
-ακηδίας συνέπεια
δικαιοσύνη, δημοκρατία,
φιλία και αγάπη.
Ν΄αλλάξουμε πορεία,
ναι, αυτές θέλουμε,
αυτές να σπείρουμε,
να ξαναγεννηθούνε.»


Σε αρκετά ποιήματά της γίνεται η φωνή για όσα αποσιωπούνται, για τα αδιέξοδα και τους εγκλωβισμούς του ανθρώπου καθώς και για την θελημένη απομόνωσή του-πράγμα που φαίνεται ολοκάθαρα στο ποίημα, «Όπως μηδενί συγγένωμαι» - ή τη μοναξιά του στην οποία οδηγείται, με μαθηματική ακρίβεια, αφού ο συναισθηματικός του κόσμος συρρικνώνεται άλλοτε από την κυριαρχία της ψυχρής λογικής – όπως στα ποιήματα «Τετράγωνη λογική» και «Ψυχή»- και άλλοτε από την τυπικότητα – όπως στο «Άγνωστες οι γόρδιες λύσεις»- και την αλλοτρίωση –« Ιατρικό ανακοινωθέν»!

Ο έρωτας , η προδοσία και η φιλία κατέχουν πρωτεύοντα ρόλο στην ποίησή της. Σμιλεύονται με τρόπο αξιοθαύμαστο! Αναφέρω τα ποιήματα «Συνοδοιπόροι» και «Τα χρώματα των ταλαντώσεών και οι νόμοι σου», από το οποίο σας διαβάζω ένα ενδεικτικό απόσπασμα: 

«Κι ενώ η συγκίνηση αγκάλιαζε την ιερότητά σου 
-μεγαλωμένος Θεός πια - 
έδειξες τα νώτα σου στο ανθρώπινο βήμα μου. 
Και είδα τις καταδικασμένες φλέβες μου 
να ζητούν απαλλαγή 
από το ανεξίτηλο χρώμα σου 
δωρίζοντας όλο το αίμα τους.»

Η απώλεια και ο θάνατος είναι ζητήματα εκ των ων ουκ άνευ στην ποίηση. Η κυρία Γίωτα Τριανταφυλλοπούλου-Κόμη τα προσεγγίζει με απόλυτη συνείδηση του αναπότρεπτού τους αλλά και με βαθιά πίστη στην ιδέα πως η μνήμη έχει τη δύναμη να κρατά ζωντανούς εκείνους που χάθηκαν: 

«Κι εγώ , σ’ ατέλειωτο σκοτάδι 
αρπάζω το τελευταίο δώρο σου, 
τον φορητό φακό σου. 
Με δυνατή μπαταρία μνήμη, 
διαγράφω δρόμους φωτεινούς, 
να περπατάει επ’ άπειρον η αγάπη, 
το γέλιο κι η φροντίδα σου 
για την παιδεία, τα παιδιά και την παιδιά.»

Από το ποίημα «Fugit Inreparabile Tempus» το οποίο έγραψε στη μνήμη της αγαπημένης της φίλης Χριστίνας!

Μέσα από την προσωπική της επαγγελματική πορεία στην εκπαίδευση, την αγωνία της να προσφέρει στους νέους καθώς και τις προσδοκίες και τις ελπίδες της , γεννήθηκαν ποιήματα, όπως «Ο Δάσκαλος και οι Μαθητές του». 

Στις σχέσεις της με πολύ δικά της πρόσωπα, με το οικογενειακό της περιβάλλον αφιερώνει πολλά υπέροχα ποιήματα όπως «Το περιβόλι μας», το «Sine qua non» και η «Νοσταλγία»! Σ’ αυτά είναι εμφανής η νοσταλγία της για τον τόπο που γεννήθηκε και με τον οποίο είναι άρρηκτα συνδεδεμένες οι παιδικές της μνήμες. Εκεί επιστρέφει αποζητώντας λύτρωση ή γαλήνη. Στο «Περιβόλι μας», συναντά τα αδέλφια της και τη φιγούρα της μάνας της μέσα στο βασίλειο των Βασιλικών της! Στην «Αυτοβιογραφία» αναπολεί τη δροσιά του νερού της πέτρινης βρύσης και τα κελαρυστά γέλια των γυναικών που γέμιζαν τις στάμνες τους. Ενώ, στο «Sine qua non» κεντρική φιγούρα είναι ο αδελφός της και τα ξέφρενα παιδικά παιχνίδια. Όμως όλα τα παραπάνω τα σάρωσε ο πόνος, ο χρόνος και ο θάνατος χωρίς έλεος! Είναι έκδηλη, λοιπόν, η πικρία της για τις χαμένες γεύσεις και μυρωδιές του παιδικού της παράδεισου. Γι αυτό ζητά απεγνωσμένα, μετακένωση ζωής από τις εφεδρείες του παρελθόντος, αγγελικές περιπολίες και νέα υλικά για την ανασυγκρότηση της ανθρώπινης ψυχής που βρίσκεται σε αποσύνθεση! 

Την ευεργετική και λυτρωτική σχέση της με την ποίηση αποτυπώνει γλαφυρά η ποιήτρια στο ποίημα «Αισθήσεις»:

«Και μόνο το μολύβι μου 
και συ είστε η αφή μου! 
Ακριβοί προστάτες μου 
από την παγωνιά των ανθρώπων».

Στην ποίηση βρίσκει «παραμυθία» και διέξοδο! Μέσα από την τέχνη της μπορεί να ξορκίζει τον πόνο, τη θλίψη , το θάνατο αντιμετωπίζοντάς τα κατάματα με παρρησία αλλά και σεβασμό!! 

«Ποίηση : Απόδοση τιμών στα ανθρώπινα πάθη. 
Ακάνθινος σταυρός που προχωρά τα βάσανα του κόσμου. 
Οι ανοιχτές αγκαλιές μιας μάνας για όλα τα παιδιά της. 
Η διαμαρτυρία του Άδη για την ερήμωση του βασιλείου του. 
Μια πεινασμένη θλίψη όλα μας τα ποιήματα.» 

Το ποίημα «Ακαριαία Ποιήματα για την Ποίηση» τα λέει όλα… 

Στο ποίημα «Παραινέσεις του Οιδίποδα» στήνει η ποιήτρια, σκηνικό ικεσίας όπως στην ομώνυμη τραγωδία και δέχεται τις συμβουλες του βασιλιά για σωτηρία της χώρας.Γρήγορα ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται την αναγωγή στη δική του πνιγηρή πραγματικότητα και καλείται να εντοπίσει τις γενεσιουργές αιτίες των αδιεξόδων και παθημάτων του γιατί μόνο έτσι θα απαγκιστρωθεί από όσα τον κατατρύχουν και θα θεραπευτεί: «Ο τρώσας και ιάσεται επαναλαμβάνει»!!
.....................................................................................
Κλείνοντας, επιτρέψτε μου να εκφράσω τον θαυμασμό μου στην ποιήτρια Γιώτα Τριανταφυλλοπούλου-Κόμη αλλά και τη βαθιά αγάπη μου για τη γυναίκα Γιώτα Τριανταφυλλοπούλου-Κόμη η οποία, εκτός από ποιήματα, ξέρει να «φτιάχνει» και ανθρώπους!! 
Καλή επιτυχία, καλή συνέχεια!!

ΓΙΩΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΥ - ΚΟΜΗ " Με τη Μέθοδο του Υλοτόμου ". Ποιητική Συλλογή

Γιώτα Τριανταφυλλοπούλου Κόμη - Με τη Μέθοδο του Υλοτόμου
Είδος - Ποιητική Συλλογή
Εκδότης  -ΜΙΚΡΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ  ( 
http://www.mikresekdoseis.gr/ )
Χρονολογία Έκδοσης  -Φεβρουάριος 2018

Διαστάσεις - 14,2 x 20,5 εκατοστά (πλάτος x ύψος)
Σελίδες - 88
ISBN - 13 9786188309661 
Εικαστική Επιμέλεια - Ελένη Κουρκουνάκη

Στο εξώφυλλο το ζωγραφικό έργο της Δήμητρας Κουλούρη «Οι Γλάροι», ακρυλικά σε καμβά, 60 x 40 εκατοστά.

Ποιητική Συλλογή σε τρία μέρη:


 Α. Φρυκτωρίες, 
Β. Οι λιγοστοί μου φίλοι, 
Γ. Ποιητικά.

Ο υλοτόμος:


Τον χρειάζεται το δάσος για να αναπνεύσει. Ρίχνεται στους κινδύνους των δυνατών ανέμων και παλεύει σε αντίξοες συνθήκες, εκτεθειμένος στην ύπαιθρο και στην απομόνωση. Αντιτάσσει δεξιότητες, μηχανικά μέσα, προσοχή και ψυχραιμία. Έχουν ανάγκη το τσεκούρι του οι συνάνθρωποί του. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)


ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΥΛΛΟΓΗΣ 

ΜΕ ΤΗ ΜΕΘΟΔΟ ΤΟΥ ΥΛΟΤΟΜΟΥ Μας μέμφονται για νοητικές ακροβασίες γιατί συχνά ο χρόνος μας είναι πηγή αγωνίας κι αποζητούμε να ραντιστούμε με τη δροσιά της λήθης. Θανατώνουμε τα κλαδιά του πόνου περιχαράσσοντας το θεριεμένο κορμό του για να διακόψουμε την τροφοδοσία του. Οι ελπίδες μας δεν καίγονται. Ανοίγουμε, βλέπεις, ζώνες πυρασφάλειας στο δάσος του μυαλού μας. Πλήθος ηλιαχτίδες χωρίς διαβατήριο φτάνουν στις ρίζες μας. Τις βαφτίζουμε « μηχανισμούς απώθησης». Ανασαίνουμε!

❀    ❀    ❀    ❀

ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ Βρισκόταν κι αυτός ανάμεσα στους πρώτους ικέτες του βασιλιά τους ικέτευε μαζί με άλλους μια λύση να μην καταστραφεί η πόλη του. Κι ο Οιδίποδας –πιωμένος απ’ το φως και τη λατρεία του Απόλλωνα: «Με μια απλή κίνηση το πρώτο κουμπί του πουκαμίσου σου να μεταφέρεις δεξιότερα -εκείνο, εκείνο, που πνίγει το λαιμό σου αντίδωρο θα είναι το οξυγόνο σου». Γρήγορες κι υπάκουες οι φωνητικές χορδές απελευθερώνουν την απελπισία του ήχου τους -στροβιλισμός επαναλαμβανόμενος σε τραγούδι απόκρυφο: «Ο τρώσας και ιάσεται*, ο τρώσας και ιάσεται, ο τρώσας και ιάσεται…» *(αυτός που σε πλήγωσε, αυτός και μόνο αυτός μπορεί να σε θεραπεύσει).Σοφοκλή Οιδίπους τύραννος.

❀    ❀    ❀    ❀

ΟΝΕΙΡΟ

Θεσπέσιο άγαλμα ώρες ατενίζοντας
αναρωτιέμαι πώς αντέχεις τόση ακινησία,
μα πώς δε δοκιμάζεις να δραπετεύσεις
εν ανάγκη να ξεριζωθείς
νύχτες αφέγγαρες, ανεμοθύελλες
να ραπίζουν το σώμα σου
-αυτό που σου έκλεψε η Αφροδίτη της Μήλου.
Μα πώς δε δοκιμάζεις να δραπετεύσεις;

Ηλιόλουστες μέρες ανάλγητες
να πυρπολούν ανελέητα
τη λευκότητα της μαρμάρινής σου οντότητας
Τέτοιες κατηγορίες ψιθύριζαν λυπημένοι περαστικοί.

Εσύ, εσύ , που ήσουν ο ίδιος ο άνεμος
Διέσχιζες βουνά –άφοβο τρένο στα τούνελ της νύχτας-
Σφύριζες αδιάφορα του φόβου.
Τραγουδούσες και έδινες παράταση στη μέρα
αφού ανέβαλλε ο ήλιος τη δύση του
για να δει λίγο ακόμα
στο σάρκινο πρόσωπό σου
τη δική του λαμπρή όψη.
Ένα βλαστάρι τρυφερό και αποφασισμένο
να δώσει άνθια και καρπούς.

Να λοιπόν
γιατί δημιουργούσες ψευδαισθήσεις αθανασίας!

Θεσπέσιο άγαλμα ώρες ατενίζοντας
αναρωτιέμαι πώς αντέχεις τόση ακινησία,
μα πώς δε δοκιμάζεις να δραπετεύσεις
εν ανάγκη να ξεριζωθείς
νύχτες αφέγγαρες, ανεμοθύελλες
να ραπίζουν το σώμα σου
-αυτό που σου έκλεψε η Αφροδίτη της Μήλου.
Μα πώς δε δοκιμάζεις να δραπετεύσεις;

Ηλιόλουστες μέρες ανάλγητες
να πυρπολούν ανελέητα
τη λευκότητα της μαρμάρινής σου οντότητας
Τέτοιες κατηγορίες ψιθύριζαν λυπημένοι περαστικοί.

Εσύ, εσύ , που ήσουν ο ίδιος ο άνεμος
Διέσχιζες βουνά –άφοβο τρένο στα τούνελ της νύχτας-
Σφύριζες αδιάφορα του φόβου.
Τραγουδούσες και έδινες παράταση στη μέρα
αφού ανέβαλλε ο ήλιος τη δύση του
για να δει λίγο ακόμα
στο σάρκινο πρόσωπό σου
τη δική του λαμπρή όψη.
Ένα βλαστάρι τρυφερό και αποφασισμένο
να δώσει άνθια και καρπούς.

Να λοιπόν
γιατί δημιουργούσες ψευδαισθήσεις αθανασίας!


❀    ❀    ❀    ❀


ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΙΑΣ ΜΕΣΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ


Πασχίζουν να μείνουν κορίτσια
μέσα στο χειμώνα
γιατί τις κούρσεψαν οι μέριμνες
και οι προσπάθειες της συνέπειας.
Λαχανιάζουν από τα σύγχρονα βήματα
του άνευρου έρωτα
που θέλει γιατρικά.
Οργανικές και ψυχολογικές μεταπτώσεις
μιας οδυνηρής κλιμακτηρίου
με τις τύψεις από τις εκδοχές.

Αποτραβηγμένες από το παράθυρο
που κεντούσαν το μέλλον
και διάβαζαν ελπίδες,
ρυθμίζουν τον εσωτερικό κλιματισμό τους:
Φιλτράρουν πάθη
θρηνώντας τη χαμένη απαιτητικότητα
και υπερασπίζουν τη νοστιμιά των νόστων τους.
Μάχιμοι ακόμα στρατιώτες
-κι ίσως με κυρτωμένη ράχη-
αναπνέουν αεράκια ποίησης
σφιχταγκαλιά
με το δραματικό ρεαλισμό τους.


❀    ❀    ❀    ❀

ποιητικόν Σώσμα- βαθιά στην ψυχή μου Αναδεύεται, Βογκάει πηχτό , θολό ,ανεξιχνίαστο, σ’ απύθμενη άβυσσο κάτι σκαρώνει πάλι -κάποτε είχα δύναμη στη μέθη μου , θυμάται,-κι ακόμα έχω, λέει θαρρετά- Βήχας πνιγερός-πόνος, σπιθίζουν φωτιές στο γιοματάρι. Εκρέει αψύ κι αράθυμο, άλλοτε ηδύ και πράο πότε- πότε κουρελιασμένο σύννεφο που δείχνει φεγγάρι. Βήχας πνιγερός –πόνος κεραυνοβόλα οργή χαλιέται σε λάμψεις περιχύνεται λάβρα , με έγκριση του Ασκληπιού, με τη συνταγή του -αδράξτε κουπιά -ευφρανθείτε, θέλω να δω το πρόσωπό σας- μη φοβάστε λοιπόν , αφήστε να σας ξοδευτεί σε φλύαρη μετουσίωση τούτο το νέκταρ.


❀    ❀    ❀    ❀

αυτοβιογραφία
Πέτρινη λαξευτή κρήνη καρφωμένη σε ρίζα του βουνού και στα μάτια μου, (πολλά λουλούδια γύρω της), τραγουδούσε με πλατάνια πάνω από τα υπόγεια νερά της στη γριά μαμή κάτω απ’ τη λάμπα πού πάσχιζε να μου δείξει τον ήλιο. Σε χειμωνιάτικη βρυσομάνα με ορμητικό κρουνό, (τον έφτιαξε πρώτα ο πατέρας μου), χρωστάει αγρυπνίες αμέτρητες η παιδική μου κούνια. Απ’ το καλοκαιρινό της κελάρυσμα έκλεψα μνήμη: Λουκούμι ξεπλενόταν απ’ την άχνη του και σκυμμένο κεφάλι που έπινε χούφτες το νάμα της . Πυρπολούσε ολόδροση χωρίς ανάπαυλα στάμνες και ξυλοβάρελα σε ώμους. -Ξένη, Αργυρώ ,Ευσταθία , ακούστε την υγρή μου πρόσκληση για μετακένωση ζωής σε διψασμένα στόματα. -Αγγελική ,Δήμητρα ,Ελένη, σε λίγο, να με ζεστάνετε να γίνω αλισίβα κι εγώ θα σας λάμψω το σαπούνι που φτιάξατε σε απλωμένα ασπρόρουχα. Πριονίζει συνέχεια τη μνήμη μου η φωτογραφία της: Πήλινες στάμνες στην αράδα συναγμένο κουβεντολόι σε χαλί υδάτινο, βρύα λουσμένα με πράσινο : -Εξαίσιο μαρτύριο- μουσικοί μου κραδασμοί και τραντάγματα σε αποφράδες μέρες. Αιφνίδιος ή τακτός κατάπλους της νοσταλγίας μου σ’ αρχέγονο νανούρισμα μέσα στο λιμάνι της.

ΚΡΙΤΙΚΗ

Μια πεινασμένη θλίψη όλα μας τα ποιήματα 

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου 

Πώς γράφεται η ποίηση; Κι ας φαίνεται εύκολη στην απάντησή της η ερώτηση, δεν είναι. Κάποιοι θα πουν πως απαιτεί το χάρισμα εκείνο που μετουσιώνει τη σκέψη σε λέξεις· κι άλλοι θα κόπτονται για τα πολλά διαβάσματά τους που κάποτε τους έκαναν τη χάρη να τους μετατρέψουν εν μία νυκτί σε ποιητές. Όσοι ξέρουν σιωπούν μπροστά στη σκέψη που δεν τολμά να προχωρήσει πιο βαθιά. Αλίμονο! Η θλίψη η πεινασμένη (η εύστοχη συνύπαρξη των δύο λέξεων) είναι που παρακινεί τη γραφή αυτή. Γιατί ούτε από μόνη της η θλίψη είναι αρκετή, μα ούτε και η πείνα· όταν οι δύο αυτές εσώτερες συνθήκες συναντηθούν σε άρρηκτη (και συνεχώς ανατροφοδοτούμενη σχέση), τότε το έδαφος είναι έτοιμο να δεχθεί τη δημιουργία του ποιήματος – και πάλι χωρίς την απόλυτη βεβαιότητα του επιθυμητού αποτελέσματος. Πάντα στη θεώρηση μιας πιθανότητας βρίσκεται ο ποιητής· θα δέσει ο λόγος του με τη θλίψη του; Και είναι αυτή η ανασφάλεια που θα τον κατέχει κάθε φορά που θα μοιράζεται τα ποιήματά του με τον ξένο και απόμακρο αποδέκτη. Και θα θλίβεται αναπόφευκτα, κάθε φορά που θα ακούει την άλλη ερμηνεία, την εσωτερίκευση από τους άλλους της δικής του αφορμής που γέννησε το ποίημα. Ο αλλότριος πόνος είθισται να συντροφεύει τα δικά του ποιήματα προσανατολίζοντάς τα σε άλλη ανοίκεια κατεύθυνση. Το τίμημα της κοινοποίησης. Γνωρίζοντας απολύτως το μέγεθος του εγχειρήματος να ερμηνεύσει κανείς όχι απλώς την ποίηση αλλά τον ξένο πόνο, προχωρώ σε μια ανάγνωση που μόνον ως προσωπική μπορεί να εκληφθεί. 

Η ποίηση της Γιώτας επικοινωνεί μαζί μας μόνο στο πρώτο ενικό πρόσωπο, ακόμα κι όταν συναντάμε στα ποιήματά της εδώ κι εκεί κάποιο δεύτερο ή τρίτο πρόσωπο – δεν μας ξεγελά η αποστασιοποίηση. Πάλι ένα «εγώ» αναδύεται στο φόντο. Η προσωπική της έτσι κατάθεση έχει τον χαρακτήρα μιας φωνής που εισέρχεται στο κάθε ποίημα με σκοπό να ακουστεί πρώτα από την ίδια, να την πείσει πως μια θλίψη εσωτερική ακόμα ζει και (διαρκώς πεινασμένη) θεριεύει ζητώντας τη λύτρωση μέσα από τη γραφή. Σ’ αυτό το τοπίο εισέρχεται και ο αναγνώστης ακολουθώντας τα βήματα των ποιημάτων. Η ποιήτρια δίνει και τη μέθοδο, του υλοτόμου, όπως θα τιτλοφορήσει και ένα ποίημά της και ολόκληρη τη συλλογή της. Και η ίδια στο οπισθόφυλλο θα διευκρινίσει: 

Ο υλοτόμος: 

Τον χρειάζεται το δάσος για να αναπνεύσει. Ρίχνεται στους κινδύνους των δυνατών ανέμων και παλεύει σε αντίξοες συνθήκες, εκτεθειμένος στην ύπαιθρο και στην απομόνωση. Αντιτάσσει δεξιότητες, μηχανικά μέσα, προσοχή και ψυχραιμία. Έχουν ανάγκη το τσεκούρι του οι συνάνθρωποί του. 

Και να πώς εδώ ξεκάθαρα διαφαίνεται και ο ρόλος του ποιητή, στη διττή του υπόσταση: να έχει να αντιπαλέψει με τους δικούς του δαίμονες (σφοδρά απαιτητικούς και πεινασμένους για πολλαπλασιασμό του πόνου και του πένθους) και ταυτόχρονα να νιώθει τη συνθήκη της αναπόφευκτης επικοινωνίας με όποιον θα θελήσει να εισέλθει στο δάσος των πελεκημένων δέντρων. Είναι ο μηχανισμός της λήθης που πελεκάει τα οδυνηρά κλαδιά που ζώνουν τον μέσα κόσμο, μήπως κι έτσι βρει τον δρόμο να συνεχίσει η ζωή, απτόητη θαρρείς από τα χτυπήματα της μοίρας. Είναι ταυτόχρονα η θλίψη που εγκαταβιοί στα απύθμενα του νου κι όλο ζητάει νέα τροφή για να μη σωθεί το δικό της το καντήλι ποτέ. Σ’ αυτό το τοπίο έρχεται το ποίημα να μιλήσει, κι όλο κραυγάζει να δούμε πίσω από τις λέξεις τον πόνο που το γέννησε. 

Μας μέμφονται 
για νοητικές ακροβασίες, 
γιατί συχνά ο χρόνος μας 
είναι πηγή αγωνίας 
κι αποζητούμε να ραντιστούμε 
με τη δροσιά της λήθης. 
Θανατώνουμε τα κλαδιά του πόνου 
περιχαράσσοντας τον θεριεμένο κορμό του 
για να διακόψουμε την τροφοδοσία του. 
Οι ελπίδες μας δεν καίγονται. 
Ανοίγουμε, βλέπεις, ζώνες πυρασφάλειας 
στο δάσος του μυαλού μας, 
πλήθος ηλιαχτίδες χωρίς διαβατήριο 
φτάνουν στις ρίζες μας. 
Τις βαφτίζουμε «μηχανισμούς απώθησης». 
Ανασαίνουμε! 

Η ποίηση της Γιώτας ακροβατεί με μια λεπτή και επίφοβη ισορροπία ανάμεσα στη μέσα θλίψη -που ολοένα βαθαίνει και εδραιώνεται- και στη φωνή της ζωής που καλεί για μια σωτήρια λήθη. Μπαινοβγαίνει στους αρχαίους μύθους, φοράει τα προσωπεία των μυθικών πλασμάτων και μιλά με τη φωνή τους βρίσκοντας στη δική τους σοφία μια ομοιότητα ιαματική – για όσο αντέξει η φαρμακευτική δράση· άλλωστε γνωστή η καβαφική ρήση για το λιγοστό της ίασης, ωστόσο επιθυμητής μέσα στην τραγικότητά της. 

[…] 

Οι χοροί του Φοίβου και του Βάκχου, 
σαν υπάρχουν μέσα μας, 
τροφοδοτούν τη σκέψη της μέρας μας: 
Με φρυκτωρίες ανάβουν 
το αναίτιο για τους άλλους 
χαμόγελο της μέρας, 
που παίρνει αμέσως θέση 
στον κύκλο του νυχτερινού χορού. 

Στο σημείο αυτό ίσως εγείρεται ένα ερώτημα: μια τόσο προσωπική στα χαρακτηριστικά της ποίηση ποια απήχηση μπορεί να έχει στον αποδέκτη της; Είναι που καλά κρατεί και η ιδεολογικά φορτισμένη θέση για τον κοινωνικό χαρακτήρα που δυνάμει καταξιώνει την ποίηση. Είναι και η εσωστρέφεια συχνά των ποιητών να αποτυπώνουν ένα μοναχικό ποιητικό υποκείμενο μέσα στους στίχους τους, που αδυνατεί να επικοινωνήσει με ό,τι βρίσκεται πιο έξω από τον στενό τους μικρόκοσμο. Απέναντι σε μια ανάλογη πραγματικότητα τι έχει να αντιπροτείνει μια ποίηση όπως αυτή που εδώ εξετάζεται απορρίπτοντας τον εγωκεντρισμό και την περιθωριοποίηση, ατοπήματα για τα οποία ελέγχεται ο ποιητής; Παραθέτω εδώ την εν συντομία και εν είδει ποιήματος Ποιητική της ποιήτριας: 

Ποίηση: 

Απόδοση τιμών στα ανθρώπινα πάθη. 
Ακάνθινος σταυρός που προχωρά τα βάσανα του κόσμου. 
Οι ανοιχτές αγκαλιές μιας μάνας για όλα τα παιδιά της. 
Η διαμαρτυρία του Άδη για την ερήμωση του βασιλείου του. 
Μια πεινασμένη θλίψη όλα μας τα ποιήματα. 

Με τον τρόπο αυτό ενώνεται η μοναχή (από τη φύση της) φωνή του ποιητή με το δράμα του ανθρώπου· έτσι ο αποδέκτης κοινωνεί τη θέαση του κόσμου από την προνομιούχο θέση του ποιητή· το ένα ποίημα μεγαλώνει τη θλίψη του για να χωρέσει τη θλίψη και την κραυγή όλου του κόσμου. Μόνο που για να λειτουργήσει έτσι η ποίηση, πρέπει να είναι η φωνή της ειλικρινής, να πηγάζει η αφορμή της από την αυθεντική ανάγκη μετουσίωσης του πάθους σε λόγο. Το ποίημα δεν γράφεται με γνώσεις στιχουργικής· αυτή θα χρειαστεί για να κερδηθεί ο ρυθμός, να μη χαθεί η αρμονία. Ωστόσο, η αληθινή της ουσία βρίσκεται στη βίωση των στιγμών του χρόνου που παρήλθε, στη συσσώρευση της πείρας από μια ζωή που πασχίζει να ιστορηθεί, γιατί αλλιώς πεθαίνει. Πώς, λοιπόν, να απαντηθεί αλλιώς το αρχικό ερώτημα αυτού του σημειώματος; Μια πεινασμένη θλίψη είναι που κρατά τη γραφίδα και έτσι μόνο γράφονται τα αληθινά ποιήματα. Η ποιήτρια εδώ μας το έδειξε με τον πλέον εύγλωττο τρόπο. 

Κοιτάζω τα πουλιά στο πέταγμά τους στο υπέροχο εξώφυλλο της Δήμητρας Κουλούρη. Γλάροι που έχασαν το θαλασσινό τοπίο και βρέθηκαν στο σκοτεινό δάσος, τρομαγμένα από τον ήχο των υλοτόμων. Ζυγίζουν τα φτερά τους και μοιάζει αυτό το ζύγισμα με μια στροφή της Μοίρας, όπως η Άτροπος αιφνιδιαστικά αποφασίζει για το νήμα της ζωής. Μια συνομιλία με τα ενδότερα του βιβλίου. 

ii Νυχτοθρεμμένες οπτασίες στην Αλταμίρα

 – γράφει ο Γιώργος Ρούσκας

Είναι από εκείνες τις φορές που πιάνοντας στα χέρια σου ένα βιβλίο, νιώθεις να αντιπαλεύουν εντός του δυνάμεις αντίθετες. Ένα υπέροχο εξώφυλλο με βαθιά γήινα χρώματα, με γλάρους που πετούν σε έναν ουρανό ο οποίος έχει γίνει ένα με τη θάλασσα, σε προϊδεάζει για πτήσεις λέξεων στον θαλάσσιο ουρανό της ποίησης, αλλά και για την τυπογραφική ποιότητα της έκδοσης, το υψηλό επίπεδο της οποίας είναι σήμα κατατεθέν του συγκεκριμένου εκδοτικού οίκου.


Ο τίτλος όμως; Όσο κι αν δίνεται με λευκά γράμματα, είναι κόκκινος, αφού είναι βαμμένος από το αίμα που έχει το τσεκούρι του. Τι κι αν οι χυμοί από τα κλαδιά των δέντρων δεν είναι κόκκινοι, τι κι αν το ρετσίνι δεν είναι πορφυρό; Αίμα δεν είναι κι αυτό; Ανατρέχοντας στο οπισθόφυλλο, ανακαλύπτεις μια αδρή επεξήγηση του τίτλου, μα δεν σε καλύπτει. Μιλάει για τον υλοτόμο, εννοώντας τον «ευσυνείδητο» υλοτόμο ή καλύτερα τον «δεντρόφιλο» υλοτόμο, μα πόσοι τέτοιοι υλοτόμοι υπάρχουν σήμερα και πόσοι έχουν υπάρξει ως τώρα; Θα προτιμούσες ένα από τα παραπάνω επίθετα να στόλιζαν την επεξήγηση. Ξέρεις πως όταν ο άνθρωπος πιάσει τσεκούρι ή αλυσοπρίονο στη ζωή του, με όσο καλές προθέσεις και αν ξεκινήσει, πολύ δύσκολα θα σταματήσει τη βία που αργά ή γρήγορα θα βγει στην επιφάνεια από τα γονίδιά του και τότε: «όποιον πάρει ο χάρος». Θα περιοριστεί στο κόψιμο των ξερών και των άρρωστων κλαδιών; Δεν θα κόψει ολόκληρα δέντρα -αδιαφορώντας αν είναι υγιή- προκειμένου να ικανοποιήσει τα κρυμμένα μέσα του άγρια ένστικτα, την ευφορία από την αίσθηση ότι είναι απόλυτος άρχων και εξουσιαστής, την απληστία, το κέρδος; Πόσοι τέτοιοι υπάρχουν και πόσοι από τους άλλους, τους ήπιους, οι οποίοι αντιμετωπίζουν το δάσος με σεβασμό, με στοργή, με φιλική διάθεση και δράση;

Αν πάμε παραπέρα, πόσοι χρησιμοποιούν το τσεκούρι τους (λόγο) για να καθαρίσουν τη γλώσσα από τα άρρωστα ή τα ξερά κλαδιά που η κάθε εποχή (βλ. πολιτισμός) της φορτώνει; Πόσοι χρησιμοποιούν τη γλώσσα, που κόκκαλα δεν έχει, για να τσακίσουν κόκκαλα σε μία επίδειξη δύναμης, αντί να γλείψουν τις πληγές της; Πόσοι τροχίζουν τα εργαλεία τους με το ακόνι της ορθογραφίας, του συντακτικού, της γνώσης, της μελέτης, της παιδείας αντί να τα αλείφουν άκοπα με τεχνολογικό λάδι «για όλες τις χρήσεις» ή να τα στολίζουν με φθηνές πλαστικές επινοήσεις ή τσίγκινα συνοδευτικά αντικείμενα («αξεσουάρ» νεοελληνιστί) επισφαλούς διαδικτυακής προέλευσης;

Η Γιώτα Τριανταφυλλοπούλου Κόμη, σε ποια κατηγορία υλοτόμου ανήκει; Αυτό το βιβλίο είναι ένα δάσος υλοτομημένο από ευσυνείδητο υλοτόμο; Είναι τα σκόρπια κομμένα κλαδιά από τα δέντρα ή είναι αυτό που στα χωριά λένε «η τρακάδα με τα ξύλα», οι κορμοί των δέντρων δηλαδή κομμένοι και σχισμένοι έτοιμοι για καυσόξυλα; Το πρώτο ποίημα -το οποίο επέχει θέση προμετωπίδας με την αυστηρά κλασσική έννοια του όρου (4η σελίδα)- προσπαθεί να δώσει το στίγμα μα ποτέ μην εμπιστεύεσαι τις δηλώσεις. Δες μόνος σου, με τα δικά σου μάτια. Σημειώνεις τον πόνο της Δήμητρας που κλαίει στην Ελευσίνα και θυμάσαι τον ασυνείδητο υλοτόμο που έκοψε το δέντρο της Περσεφόνης. Εδώ βλέπεις ένα άλλο δέντρο, αυτό της Αστραπής, να έχει αγγίξει ουρανό και τα άκρα των κλαδιών του να έχουν γίνει ένα με τ’ αστέρια. Μια παρακαταθήκη είναι χαραγμένη στον κορμό του. Αστερόεσσα τη νύχτα η αγκαλιά του. Κανείς υλοτόμος δεν μπορεί να το αγγίξει.

Το εξώφυλλο αρχίζει να δουλεύει μέσα σου. Ένας απροσδιόριστος πόνος σου τρυπάει τα σωθικά, χωρίς να ξέρεις γιατί.

Η εισαγωγή, παρ’ ότι γίνεται νύχτα, υλοτομείται λυρικά:

Ανάμεσα στ’ άλλα
η νύχτα αγαπήθηκε
και για τις παραστάσεις
στ’ απλωμένα σεντόνια της

Τα σεντόνια της νύχτας φωτίζουν κωδικοποιημένες φρυκτωρίες, με τον πόθο να ανατείλουν η αισιοδοξία και η χαρά μαζί με τον ήλιο:

οι χοροί του Φοίβου και του Βάκχου, /… /
με φρυκτωρίες ανάβουν
το αναίτιο για τους άλλους
χαμόγελο της μέρας

ενώ τα σεντόνια του βιβλίου, φωτίζουν εξαίσιες λυρικές εικόνες, όπως ετούτη η αυτοβιογραφική:

Πέτρινη
λαξευτή κρήνη
καρφωμένη
σε ρίζα του βουνού
και στα μάτια μου
(πολλά λουλούδια γύρω της)
τραγουδούσε με πλατάνια
πάνω από τα υπόγεια νερά της
στη γριά μαμή κάτω απ΄ τη λάμπα
πού πάσχιζε
να μου δείξει τον ήλιο

ή τούτη, η νοσταλγική-αναγεννησιακή, θυμίζοντας κελαρυστή ποίηση περασμένων δεκαετιών:

Μακριές ταξιανθίες
φθινοπωρινών ρεικιών
σε συλλογισμένο δάσος
φωτογραφίζουν την πτώση
της Πούλιας στη θάλασσα.
-Νοέμβρης πια ,ψιθυρίζουν,
θα σπείρουμε παρέα.

Το δάσος που κατοικείς, είτε είναι πολυκατοικιών, είτε αγροτόσπιτων, είτε αγροικιών, είτε μεμονωμένων ή ομαδικών κατοικιών σε αστικό ή μη ιστό, πάνω από όλα είναι δάσος ανθρώπων με δέντρα όλων των ειδών, όλων των αποχρώσεων, όλων των ιδιοτήτων.

Κάποια είναι διορατικά. Ή απλά τιμούν τον άλλο με τον οποίο έρχονται σε στενή επαφή; Ή μήπως τον αλώνουν επιτήδεια; Ιδού η αφετηρία αυτών των τριών διαφορετικών εκδοχών:

Ακόμα και η αποικία που έχτισες μέσα μου
είναι στα μέτρα της καρδιάς μου.

Άλλα έχουν ικανότητες μοναδικές, όπως π.χ. να μεταμορφώνονται σε θάλασσα και όταν τα κοιτάζει ο σύντροφός τους να νιώθει ότι δεν είναι απλά μια θάλασσα αλλά:

είναι η απλωμένη γαλήνη
στα κοινά μας αντικρίσματα.

Άλλα είναι γεννημένοι φιλόσοφοι:

με κέντρο τον ήλιο και ακτίνα την επαιτεία, την ανέχεια και
την εξαχρείωση καταλήγουμε ευθέως σ’ ένα μεσίστιο φως.

Άλλα έχουν αναπτυγμένη τη διάκριση:

στην ταμπελίτσα της εξώπορτας «Προσοχή σκύλος»
ήταν καλά κρυμμένη η απειλή «μιας μοναξιάς»

την ονειροπόληση:

Δεν θέλουμε να φύγουμε από εκείνο το περιβόλι.
Σε κατιφέδες ανάμεσα
κρατάμε σφιχτά τη στάμνα εκείνου του νερού.
Ποτέ μέσα μας δεν βασίλεψε εκείνο το βασίλειο

την ερωτική διάθεση:

Και γι΄ αυτό θα μιλάμε
για αθώες ερωτικές σκανταλιές
που είναι κρουνοί κι αιμορραγίες
κι αποτελούν τις γενεσιουργές αιτίες

τη συναισθηματική πρόσληψη και διαχείριση γεγονότων και καταστάσεων:

θα πετρώσει το άρωμα της έκπληξης
στην υγρή παλάμη μου
από τις επιθέσεις της τετράγωνης λογικής σου

ή παραμένουν αμετανόητα ρομαντικά:

Με την αμηχανία του νεοσύλλεκτου
και ένα δισάκι πίκρα
γίνεσαι κυνηγός
άσαρκων ελπίδων.
..........................................................................
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο : http://frear.gr/

φιλόλογος, ποιήτρια 


Η Γιώτα Τριανταφυλλοπούλου κατάγεται από την Ηλεία και μεγάλωσε στην Αθήνα. Είναι παντρεμένη με τον καθηγητή Δημήτρη Κόμη και είναι μητέρα δύο παιδιών. Σπούδασε κλασική και νεοελληνική φιλολογία. Δίδαξε για τριάντα χρόνια σε Λύκεια της Αθήνας. Γράφει πεζά και κυρίως ποίηση, ενώ κατά καιρούς ασχολείται με την κριτική λογοτεχνικών έργων. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε πολλές τοπικές εφημερίδες και ηλεκτρονικά περιοδικά.


Τα κείμενα αλιεύθηκαν από Εδώ 
Παρουσίαση κειμένων και Τίτλος: Viva.La.Revolucion