ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

TRANSLATE

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οι Ανθρωποι Μας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οι Ανθρωποι Μας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2019

ΤΟ ΦΙΛΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ !!


Αυτή η βραβευμένη φωτογραφία από το 1967, που απαθανάτισε ο φωτογράφος Ρόκο Μοραμπίτο, έχει τίτλο "το φιλί της ζωής". δείχνει δύο ηλεκτρολόγους, τον Ράνταλ Τσάμπιον και τον Τζέι Ντι Τόμσον, πάνω σε μια κολόνα ηλεκτρικού ρεύματος.
Έκαναν συντήρηση ρουτίνας όταν ο Τσάμπιον αγγίξει μία από τις γραμμές χαμηλής τάσης στην κορυφή του ηλεκτρικής κολόνας. Περισσότερο από 4.000 βολτ εισήχθησαν στο σώμα του Τσάμπιον και η καρδιά σταμάτησε αμέσως (μια ηλεκτρική καρέκλα χρησιμοποιεί περίπου 2.000 βολτ).
Η ζώνη ασφαλείας του τον κράτησε από την πτώση και ο Τόμσον, ο οποίος αναρριχήθηκε κάτω από αυτόν, γρήγορα έφτασε σε αυτόν και του έδωσε το φιλί της ζωής από στόμα σε στόμα.
Δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει καρδιοπνευμονική ανάνηψη κάτω από τις συνθήκες, αλλά συνέχισε την αναπνοή από στόμα σε στόμα, διατηρώντας τους πνεύμονες του Τσάμπιον ενεργoύς έως ότου ένιωσε ένα ελαφρύ χτύπημα και του επανέφερε τις αισθήσεις.
Ο Τόμσον και άλλοι εργαζόμενοι στο έδαφος βοήθησαν τον Τσάμπιον να αποκαταστήσει τους καρδιακούς του παλμούς.
Στη συνέχεια έφτασαν οι παραϊατρικοί και ολοκληρώθηκε η ανάκτηση του Τσάμπιον. 
Ο συνάδελφος και φίλος του του έσωσε τη ζωή του με αυτό που στην εικόνα μοιάζει με ένα φιλί στο στόμα.
Ο Ράνταλ Τσάμπιον επέζησε και έζησε μέχρι το 2002 και πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια στην ηλικία των 64 ετών. Ο σωτήρας του Τζέι Ντι Τόμσον συνεχίζει να ζει ακόμη.
Η φωτογραφία δημοσιεύθηκε σε εφημερίδες ανά τον κόσμο και κέρδισε το βραβείο Pulitzer το 1968.
Υπάρχουν φίλοι που δεν είναι φίλοι και υπάρχουν φίλοι που είναι περισσότερο από τους αδελφούς.
Από Ανάρτηση της 
Δώρα Θεοδόση

Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2018

,,Σαν Σκιές, με βήμα Αθόρυβο, στα Χνάρια που Αφήνουμε,,

…είναι οι μυρωδιές των πραγμάτων, οι μυρωδιές πάνω από τα σχήματα, πέρα από τους χρόνους. Είναι η όσφρηση η πιο αυστηρή, η πιο αιχμηρή από τις αισθήσεις. 
Eίναι αυτή που επιτρέπει ή απαγορεύει την ανθρώπινη επαφή, είναι αυτή που γαληνεύει τις εσωτερικές αντάρες και ταξιδεύει το νου σε αναμνήσεις απάνεμες. 
«Πώς καταλαβαίνεις θεία ότι το φαγητό είναι έτοιμο?»
«Μα πώς αλλιώς παιδί μου;… το μυρίζω»
Το μύριζε το φαγητό ο θεία Μαρίκα και μαζί της το μύριζαν όλα τα διαμερίσματα και τα όμορα κτηριακά συγκροτήματα που είχαν παράθυρο στον ακάλυπτο, ανάμεσα στις τέσσερεις πολυκατοικίες.

«Η Μαρίκα σήμερα έφτιαξε πάλι λαχανοντολμάδες…», 
άνοιγε η θεία τη μπαλκονόπορτα της κουζίνας – οι απορροφητήρες ακόμα δεν ήταν διαδεδομένοι - άνοιγε, και οι υδρατμοί σκαρφάλωναν στα γύρω μπαλκόνια και έφερναν στα στομάχια των γειτόνων κύματα- κύματα τη λιγούρα. 
Μαθημένη η Μαρίκα από μικρό παιδί, μαθημένη να μαγειρεύει, να ράβει, να νοικοκυρεύει το σπιτικό της. 
Αυτό το μικρό διαμέρισμα στην Καλλιθέα, σε μια πολυκατοικία του ’70, όταν άνοιγε η πόρτα του έβλεπες την αντανάκλασή σου στο παρκέ. 
Αν ήσουν παιδί – όπως ήμουν εγώ – το καλύτερο παιχνίδι ήταν όταν η θεία έφερνε στην πόρτα τα πατάκια και διέταζε με μια νοικοκυρίστικη ευγένεια… 
«μην πατήσεις το παρκέ, πάτα στα πατάκια και πήγαινε όπου θέλεις, όμως μόνο επάνω στα πατάκια»… 
Τι χαρά! 
Τύφλα να ‘χουν τα ακριβότερα κέντρα σκι, οι μεγαλύτερες νεροτσουλίθρες και οι καλύτερες πίστες πατινάζ… 
Όταν η θεία χωνότανε πίσω στη μαγική της κουζίνα έπαιρνα θέση στη μια άκρη του σπιτιού, πατούσα στα πατάκια και γλιστρούσα με φόρα μέχρι τον απέναντι τοίχο… ακριβώς μπροστά από το παράθυρο του δευτέρου ορόφου.
Η θεία Μαρίκα ήταν μια συνηθισμένη γυναίκα του καιρού της, μια γυναίκα ήσυχη, αφέντρα της κουζίνας της και του σπιτικού της, μάνα δύο παιδιών και σύζυγος από εκείνες που πίστευαν ότι ο γάμος είναι ο προορισμός του ανθρώπου. 
Γιατί να γράψει κανείς για τη Μαρίκα, εκτός αν αποφασίσει να φτιάξει λαχανοντολμάδες και αν είχε την τύχη να έχει δοκιμάσει τους δικούς της για να του ανασύρουν από τα κατώγια της μνήμης αυτές τις εικόνες.
Στην πραγματικότητα η θεία ήταν πολλά περισσότερα από τη βολική και ήσυχη νοικοκυρά. 

Ένα μεσημέρι γύρισα από τις καταλήψεις του Γυμνασίου και αντί να πάω σπίτι μου ανέβηκα μέχρι το δικό της. 
Οι γονείς ήταν ακόμα στις δουλειές τους, στο σχολείο επικρατούσε ο πυρετός αυτών των εφήβων, των αγριεμένων, αυτών που ξέρουν ότι όταν έχουν αδικηθεί οφείλουν να γυρίσουν τον κόσμο ανάποδα μέχρι να δικαιωθούν. 
Θυμάμαι την αίσθηση των ημερών, θυμάμαι τους συμμαθητές μου να καθόμαστε όλοι μαζί στο προαύλιο και να συζητάμε με ύφος σοφών ποιες θα έπρεπε να είναι οι επόμενες κινήσεις μας. 
Μετά από τόσα χρόνια είναι αδύνατον να ανασύρω από τη μνήμη μου τα αιτήματα και τις αφορμές, ήταν όμως το 1989… 
τότε μαζί με μας πάλευαν και οι καθηγητές μας. 
Θυμάμαι να μπαίνω στο σπίτι της κάθιδρη και βρόμικη, λίγο πριν είχαμε καθίσει στη μέση της λεωφόρου Δαβάκη, οκλαδόν πάνω στην άσφαλτο… 
«Παιδί μου τι έπαθες και είσαι έτσι?»
«Τίποτα θεία, όλα καλά, αλλά πεινάω και είμαι βρόμικη και δε θέλω να πάω έτσι στο σπίτι μου»
«Τι κάνατε παιδί μου;»
«Κάναμε πορεία θεία, καθίσαμε στη μέση του δρόμου… δεν μπορούν αυτοί να μας κάνουν ό,τι θέλουν. Τη νύχτα τα μεγαλύτερα παιδιά μένουν μέσα στο σχολείο»
«Καλά κάνετε παιδί μου, να παλέψεις μαζί με τους συμμαθητές σου, μόνο να προσέχεις. Αύριο, πριν φύγεις για το σχολείο, πέρασε να σου δώσω φαγητό και για τα άλλα παιδιά που μένουνε μέσα τη νύχτα»
Αυτή ήταν η ήσυχη θεία, η καλή νοικοκυρά, αυτή που μέσα στη κουζίνα της μετουσίωνε σε γεύση όλη τη λατρεία της για τη νιότη, για το δίκαιο, για τη ζωή…
…στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος γι’ αυτό το κείμενο, 
παρά μόνο η διαπίστωση ότι οι εμπειρίες της παιδικής ηλικίας μας ακολουθούν πάντα
 και η υπόσχεση που έδωσα στην αγαπημένη μου Jula Trigasi.
 Οι πρώτες μας αναμνήσεις έρχονται πίσω μας, σα σκιές, με βήμα αθόρυβο και περπατούν στα χνάρια που αφήνουμε… 
«Δώσε μου και μένα θεία λίγο απ’ το ταλέντο σου, λίγη απ’ τη μαγεία σου» 
Σήμερα αποφάσισα να μαγειρέψω λαχανοντολμάδες… 
η αποτυχία ήταν παταγώδης… 
δεν φτάνει αυτό, δεν φτάνει που πήγε χαμένο όλο το πρωινό, 
αλλά μόλις τελείωσα διαπίστωσα πόσο θόλο είναι το πάτωμα του σπιτιού μου, πόσο θα ντρεπόμουν να καλέσω τη θεία για φαγητό αν υπήρχε αυτή η δυνατότητα …

Από:

Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2018

ΠΑΝΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ - Αντάρτης στη μουσική, αντάρτης και στη ζωή.


ΟΧΙ ο Πάνος Τζαβέλλας δεν ήταν ό ''έντιμος κυρ Παντελής",
 ήταν ο ανταρτορόκ που άφησε το στίγμα του για τις μετέπειτα γενεές ώστε να μη γίνουν «Παντελήδες», 
που στο τέλος του τραγουδιού, οι κανονικοί στίχοι έλεγαν «Θάψτε τους έντιμους μεσ' στα σκατά», ελέω λογοκρισίας, όμως, έγινε «μεσ' στα σπαρτά». Μία συγκλονιστική μπαλάντα διαμαρτυρίας αφιερωμένη σε όλους τους βλαβερούς Ελληναράδες.
"Και ο Βάρναλης μας τό'χε πει, στης χούντας το αλισβερίσι, λεύτερο ήταν το χασίσι, ποτέ ο λαός να μην ξυπνήσει" τραγουδούσε ο Τζαβέλλας στην καρδιά της χούντας και γινόταν πανικός στην ιστορική μπουάτ «Λήδρα» με το «Λημέρι» του.

27/1/2018
Έφυγε ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ (2009). Μια ζωή γεμάτη περιπέτειες: 
Γέννηση στην Κοζάνη το 1925, ένταξη στην ΕΠΟΝ και στον ΕΛΑΣ, σύλληψη και ακρωτηριασμός στο δεξί πόδι, καταδίκη τρεις φορές σε θάνατο, σοβαρή ασθένεια στις αρτηρίες του, που τον έστειλε στη Σοβιετική Ένωση για θεραπεία από το 1959 μέχρι το ΄65 και που εκεί σπούδασε μουσική κοντά στον Ντιμίτρι Σοστακόβιτς, επιστροφή στην Ελλάδα και πάλι σύλληψη από το χουντικό καθεστώς μέχρι την οριστική αποφυλάκιση του με ανήκεστο το 1971.
 Οι εγκλεισμοί που σημάδεψαν τη ζωή του τον οδήγησαν να αναζητά μονίμως τον ανοιχτό ορίζοντα πάνω από το κεφάλι του. Και αυτό το κατάφερνε μέσα από τα τραγούδια και την ιδεολογία του.
 Και πάντα στο πλάι του η αφοσιωμένη σύντροφός του στη ζωή και στο τραγούδι, Νατάσα Παπαδοπούλου-Τζαβέλλα.
Η Νατάσα θυμάται:
 «Η "Λήδρα" ήταν ένας από τους ωραιότερους χώρους που πήγαμε ποτέ. Εκεί κάναμε τις ωραιότερες δουλειές και με τους καλύτερους μουσικούς. Η ανταπόκριση ήταν εντυπωσιακή· κάποιες φορές κάναμε και τρεις παραστάσεις την ημέρα, με τον κόσμο να περιμένει απ’ έξω μες στο κρύο. Έρχονταν και φοιτητικές οργανώσεις και διοργάνωναν εκδηλώσεις για να μαζέψουν χρήματα να πάνε μια εκδρομή. Από τις 10 το βράδυ μέχρι τις 3 τα ξημερώματα τραγουδούσαμε, η ατμόσφαιρα ήταν καταπληκτική!
 Και επί Χούντας ερχόταν ο κόσμος, αλλά ήταν πιο ψυχρός και μαζεμένος γιατί η ασφάλεια περίμενε απ’ έξω.
(στα σχόλια θα ακούσετε τραγούδια από το μουσικό σχήμα "ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ" σε αφιέρωμα για τον Πάνο Τζαβέλλα, στον κινηματογράφο Στούντιο, όπου τις
ενορχηστρώσεις έκανε ο φίλος Theo Teo Lazarou που είχε και την καλλιτεχνική διεύθυνση)